- ιεροδιάκονος
- ο иеродиакон; дьякон
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ιεροδιάκονος — ο (Μ ἱεροδιάκονος) ο διάκονος ο οποίος έχει χειροτονηθεί από τις τάξεις τών μοναχών … Dictionary of Greek
ιεροδιάκονος — ο αυτός που κατέχει τον κατώτερο βαθμό ιεροσύνης, ο διάκος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ξανθηνός, Μανουήλ-Μάξιμος — Ιεροδιάκονος και μέγας χαρτοφύλακας της Μεγάλης Εκκλησίας. Έζησε στις αρχές του 16ου αι. Καταγόταν από την Ξάνθη και ανήκε στον έγγαμο κλήρο. Λέγεται ότι στο τέλος του βίου του έγινε μοναχός και τότε ονομάστηκε Μάξιμος. Έγραψε Έκθεσι περί… … Dictionary of Greek
Κονοφάος, Χρύσανθος — (Πάργα 1790 – Αθήνα 1857). Λόγιος. Σπούδασε στα Ιωάννινα κοντά στον Αθανάσιο Ψαλίδα και αργότερα χειροτονήθηκε ιεροδιάκονος. Το 1814 προσκλήθηκε από τον μητροπολίτη Ιωαννίνων να αναλάβει τη διεύθυνση της πρωτοσυγκελίας της μητρόπολης. Διώχθηκε,… … Dictionary of Greek
иеродиакон — монах в чине дьякона . Из греч. ἱεροδιάκονος от διάκονος … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
иеродиакон — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. ἱεροδιάκονος) монашествующий дьякон … Словарь церковнославянского языка
Minuscule 569 (Gregory-Aland) — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 569 Portrait of Matth … Wikipedia
ιερ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα, που προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία «ιερός, θείος, άγιος, αφιερωμένος στον θεό». Επί πλέον, στη Νέα Ελληνική απαντά ως α συνθετικό όρων τής ανατομίας … Dictionary of Greek
ιεροδιακονία — η [ιεροδιάκονος] το λειούργημα τού ιεροδιακόνου … Dictionary of Greek
Αγάπιος — I Όνομα λογίων και φιλοσόφων. 1. Αιρετικός, μαθητής του Μάνητα (3ος αι. μ.Χ.). Σύμφωνα με τον Φώτιο, έγραψε δύο έργα όπου εξέθετε μανιχαϊκές δοξασίες. 2. O Αλεξανδρεύς (5ος αι. μ.Χ.). Γιατρός και λόγιος από την Αλεξάνδρεια. Δίδαξε ιατρική στην… … Dictionary of Greek
Αλέξιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Α. ο άνθρωπος του Θεού (4ος αι.). Καταγόταν από τη Ρώμη, γιος του πατρικίου Ευφημιανού και της Αγλαΐδας. Νυμφεύτηκε ύστερα από πίεση των γονέων του, την ίδια όμως μέρα του γάμου του αναχώρησε για… … Dictionary of Greek